ζένω
Смотреть что такое "ζένω" в других словарях:
ζένω — βλ. ζέχνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Τα ζένω και ζέχνω < οζένω, με σίγηση τού προτονικού ο, από τον αόρ. ώζεσα τού αρχ. όζω «βρομώ», κατά το σχήμα έφθασα φθάνω, έχυσα χύνω, έφθισα φθίνω] … Dictionary of Greek
ζένω — βλ. ζέχνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζέφω — και ζένω 1. βρομώ, ζέχνω 2. ζεύω, βάζω στον ζυγό («ζέφω το βόδι»). [ΕΤΥΜΟΛ. Για το ρ. ζέφω ή ζένω με τη σημ. 1 βλ. λ. ζέχνω, ενώ με τη σημ. 2. πρόκειται για σχηματισμό κατά τα ρήματα σε φω (πρβλ. γράφω, τρέφω κ.ά.) τού ρ. ζεύω] … Dictionary of Greek
ζέχνω — και ζένω μυρίζω άσχημα, αποπνέω δυσοσμία. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ζένω] … Dictionary of Greek
ζέχνω — και ζένω μυρίζω άσχημα: Ίδρωσε και ζέχνει ολόκληρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζαίνω — βλ. ζένω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)