ζένω

ζένω
αμετ. см. ζαίχνω

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ζένω" в других словарях:

  • ζένω — βλ. ζέχνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Τα ζένω και ζέχνω < οζένω, με σίγηση τού προτονικού ο, από τον αόρ. ώζεσα τού αρχ. όζω «βρομώ», κατά το σχήμα έφθασα φθάνω, έχυσα χύνω, έφθισα φθίνω] …   Dictionary of Greek

  • ζένω — βλ. ζέχνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζέφω — και ζένω 1. βρομώ, ζέχνω 2. ζεύω, βάζω στον ζυγό («ζέφω το βόδι»). [ΕΤΥΜΟΛ. Για το ρ. ζέφω ή ζένω με τη σημ. 1 βλ. λ. ζέχνω, ενώ με τη σημ. 2. πρόκειται για σχηματισμό κατά τα ρήματα σε φω (πρβλ. γράφω, τρέφω κ.ά.) τού ρ. ζεύω] …   Dictionary of Greek

  • ζέχνω — και ζένω μυρίζω άσχημα, αποπνέω δυσοσμία. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ζένω] …   Dictionary of Greek

  • ζέχνω — και ζένω μυρίζω άσχημα: Ίδρωσε και ζέχνει ολόκληρος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζαίνω — βλ. ζένω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»